- λύμα
- (I)το (AM λῡμα)συν. στον πληθ.1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.)3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή κατάσταση με αποχετευτικό σύστημα από δίκτυο υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την πόληνεοελλ.μτφ. βδελυρός, αχρείος άνθρωπος, λέρα, κάθαρμααρχ.1. κηλίδα από αίμα («λύμαθ' ἁγνίσας», Σοφ.)2. νερό που χρησιμεύει για πλύσιμο, για νίψιμο3. μτφ. μίασμα, ηθικό στίγμα4. καταστροφή, όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», Ευρ.)5. φρ. α) «τόκοιο λύματα» — τα λόχια, τα υγρά τής λοχείαςβ) «λύματα δαιτός» — τα κατάλοιπα τού φαγητού, τα αποφάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *lu- τής ΙΕ ρίζας *leu- «κόβω, χωρίζω» και συνδέεται με αλβ. lum «λάσπη, βούρκος», λατ. po-lluo «μολύνω, ρυπαίνω» (πρβλ. τον όρο pollution «ρύπανση» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και lutum «μιαρός», αρχ. ιρλδ. loth «λέρα, ακαθαρσία». Παρ' όλη τη σημασιολογική συγγένεια, δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες τού λύω ή τού λούω.ΠΑΡ. αρχ. λυμαίνομαι (I), λύμαξ.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απόλυμα].————————(II)λῡμα, τὸ (AM) [λύω]μσν.απαλλαγή, λύσιμο από μάγιααρχ.(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐνέχυρον».
Dictionary of Greek. 2013.